Κανόνας Χρυσού
Η έναρξη εφαρμογής του νομισματικού συστήματος του Κανόνα Χρυσού χρονολογείται από το 1819, όταν η Μεγ. Βρετανία επανέφερε σε ισχύ την πρακτική της ανταλλαγής από την Τράπεζα της Αγγλίας των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με χρυσό, σε σταθερή ισοτιμία. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν και στο παρελθόν από την Αγγλία αλλά είχε διακοπεί για τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη των Ναπολεόντειων πολέμων. Μετά το 1820, η ουσιαστική κυριαρχία της Αγγλίας στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα συνέβαλε στην υιοθέτηση του Κανόνα Χρυσού και από πολλές άλλες χώρες οι οποίες ήλπιζαν να ισχυροποιήσουν τις οικονομικές τους διασυνδέσεις με την Αγγλία. Ο Κανόνας Χρυσού μπορεί να θεωρηθεί ως η αμοιβαία δέσμευση των νομισματικών αρχών των συμμετεχουσών χωρών να διατηρούν αμετάκλητα σταθερή την ισοτιμία των εθνικών νομισμάτων τους ως προς το χρυσό, αγοράζοντας και πουλώντας ελεύθερα απεριόριστες ποσότητες χρυσού. Για το σκοπό αυτό θα έπρεπε να διαθέτουν και τα ανάλογα αποθέματα χρυσού. Ειδικότερα, το σύστημα συνίστατο από
ένα σύνολο κανόνων ή αρχών που έπρεπε να τηρούνται από όλες τις οι χώρες – μέλη του:
- μετατρεψιμότητα των τραπεζογραμματίων της κάθε χώρας σε χρυσό στη σταθερή ισοτιμία
- δυνατότητα ελεύθερης εισαγωγής και εξαγωγής χρυσού, για να διευκολύνεται η πραγματοποίηση διασυνοριακών εξισορροπητικών συναλλαγών (arbitrage).
- υποχρεωτική διατήρηση από την κεντρική τράπεζα κάθε χώρας ενός σταθερού λόγου διαθεσίμων σε χρυσό και νομισματικής κυκλοφορίας, και, τέλος,
- αυτόματη αποκατάσταση της ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών μέσω των αυξομειώσεων στην εγχώρια προσφορά χρήματος που θα έπρεπε να καλύπτεται από τις διαθέσιμες ποσότητες χρυσού της κάθε χώρας.
Σε όλες τις χώρες που υιοθέτησαν τον Κανόνα Χρυσού, η τιμή του χρυσού ήταν εκφρασμένη σε όρους εγχώριου νομίσματος. Για παράδειγμα, από το 1837 έως το 1933 (με εξαίρεση το διάστημα 1914-1922) η τιμή του χρυσού εκφρασμένη στα $ 20,67 η ουγκιά. Υπήρχε το αναγκαίο περιθώριο μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης του χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες που αντιπροσώπευε το κόστος διαχείρισης και κοπής νομισμάτων. Η σταθερή σχέση κάθε νομίσματος με
το χρυσό καθόριζε τις σταθερές διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες. Έτσι η επίσημη ισοτιμία της στερλίνας με το δολάριο ήταν USD/GBP = 4,866 από το 1879 έως το 1901 και από το 1925 έως το 1931. Μία στερλίνα περιείχε 113 grains καθαρού
χρυσού και το δολάριο 23,22 grains. Έτσι μία στερλίνα περιείχε 4,866 (113:23,22) φορές περισσότερο χρυσό απ’ ότι το δολάριο. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1922) οι κυβερνήσεις των κρατών εγκατέλειψαν το κανόνα χρυσού και χρηματοδότησαν τις μεγάλες πολεμικές δαπάνες με έκδοση χρήματος που δεν καλυπτόταν από τα διαθέσιμα
αποθέματα χρυσού. Πρώτη μετά το πόλεμο επανήλθαν στον κανόνα χρυσού οι Η.Π.Α. και μετά ακολούθησαν οι Βρετανία, Γαλλία Ιταλία και Ιαπωνία με την συνθήκη της Γένοβας το 1922. Η εφαρμογή του Κανόνα Χρυσού διακόπηκε με τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-32.
Σύστημα Bretton Woods
Το σύστημα Bretton Woods ήταν μια προσπάθεια της παγκόσμιας οικονομικής κοινότητας να επιστρέψει στον Κανόνα Χρυσού (δηλαδή στο σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών), χρησιμοποιώντας, όμως, το δολάριο ως κεντρικό
άξονα του συστήματος το οποίο όμως ήταν προσαρμοσμένο και μετατρέψιμο με σταθερή ισοτιμία με το χρυσό. Το καθεστώς αυτό εδραιώνεται το 1943 μετά από μια σειρά διαβουλεύσεων. Προσδιορίστηκε η σταθεροποίηση των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν στο σύστημα με το δολάριο (με εύρος διακύμανσης ±1%), του οποίου η ισοτιμία ήταν σταθερή προς το χρυσό, ενώ οι κεντρικές τράπεζες διατηρούσαν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα κυρίως σε δολάρια και σε χρυσό. Στην πράξη το νέο σύστημα αποτέλεσε ένα κανόνα δολαρίου-χρυσού αφού μόνο οι Η.Π.Α. είχαν αναλάβει την υποχρέωση να διατηρούν σταθερή την τιμή του χρυσού στα $ 35 την ουγκιά, πουλώντας ή αγοράζοντας χρυσό στην ισοτιμία αυτή μόνο έναντι των κεντρικών τραπεζών των άλλων χωρών. Η λειτουργία του συστήματος του Bretton Woods βασιζόταν στις παρεμβάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμεί-
ου που παρείχε δάνεια σε χώρες με μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια πληρωμών τους, ενώ επέτρεπε την υποτίμηση των νομισμάτων τους μόνο σε περιπτώσεις ουσιαστικής ανισορροπίας. Το σύστημα των σταθερών ισοτιμιών έλαβε τέλος το 1971 όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέστειλε την ελεύθερη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και το αυξανόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών οδήγησαν σε αφαίμαξη των αποθεμάτων χρυσού και δημιούργησαν προσδοκίες για επικείμενη υποτίμηση του δολαρίου.