Το χημικό στοιχείο Γάλλιο (gallium) είναι ένα σπάνιο, εύθρυπτο σε χαμηλές θερμοκρασίες, αργυρόλευκο μέταλλο με στιλπνή μεταλλική λάμψη. Ανακαλύφθηκε το 1875 από τον Γάλλο χημικό Πολ – Εμίλ (Φρανσουά) Λεκόκ ντε Μπουαμποντράν με φασματοσκοπική μελέτη και πήρε το όνομά του από τη Gallia, παλιά λατινική ονομασία της Γαλλίας. Το γάλλιο υγροποιείται λίγο πάνω από τη θερμοκρασία δωματίου και λιώνει εύκολα στο χέρι. Πολλές φορές αγγίζεται μόνο και μόνο για την απλή ευχαρίστηση που προκαλεί η παρατήρησή του όταν λειώνει από τη θερμότητα που εκπέμπεται από το ανθρώπινο χέρι.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ
Το γάλλιο είναι ένα μαλακό, εύτηκτο μέταλλο που οι ενώσεις του βρίσκουν πολλές εφαρμογές στην κοσμηματοποιία (κράματα γαλλίου) καθώς και σε τεχνολογίες αιχμής. Το μεταλλικό γάλλιο χρησιμοποιείται σε κράματα και συγκολλήσεις πολυτίμων μετάλλων, σε θερμόμετρα και στη δημιουργία “υγρών” κραμάτων, στην οδοντιατρική. Οι ενώσεις του χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ηλεκτρονικών ως ημιαγωγοί, σε διόδους laser και LED, αλλά και στην καταπολέμηση κακοήθων όγκων.
ΔΙΑΘΕΣΙΜΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Ακατέργαστο σε φιάλες.